- κνυζώμαι
- κνυζῶμαι, -άομαι (Α)(για σκύλο) βγάζω σιγανή φωνή από χαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνυζῶ (Ι) κατά τα ρ. σε -άομαι / -ῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικνυζώμαι — άομαι, Μ (για σκύλο) βγάζω σιγανή φωνή από χαρά γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κνυζῶμαι «βγάζω σιγανή φωνή από χαρά»] … Dictionary of Greek
προσκνυζώμαι — άομαι, Α 1. (για σκύλο) σκιρτώ μπροστά σε κάποιον κουνώντας την ουρά και γαυγίζοντας σιγανά 2. μτφ. (για άνθρωπο) κολακεύω («πολλὰ τοῑς ποσὶ τῆς Ἀρσάκης προσκνυζομένη, καὶ παντοίαις κολακείαις ἐξειπεῑν τὸ πάθος ἐπαγομένη», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υποκνυζώμαι — άομαι, Α γογγύζω, κλαψουρίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κνυζῶμαι / κνυζοῦμαι «κλαψουρίζω»] … Dictionary of Greek